μετακλίνω

μετακλίνω
μετακλίνω (Α)
1. (ενεργ. και μέσ.) (κυριολ. και μτφ.) κλίνω, μετακινώ κάποιον ή κάτι προς άλλο μέρος, προς άλλη πλευρά
2. μέσ. μετακλίνομαι
α) κλίνω προς το άλλο μέρος, μεταστρέφομαι
β) μεταβάλλομαι
γ) (για τους μυς) στρέφομαι προς όλες τις κατευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + κλίνω «γέρνω κάτι, πλαγιάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμετάκλιτος — ἀμετάκλιτος, ον (Μ) [μετακλίνω] άκαμπτος, σταθερός …   Dictionary of Greek

  • αμετακλινής — ἀμετακλινής, ές (Α) [μετακλίνω] άκαμπτος …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • μετάκλιση — η (ΑM μετάκλισις) [μετακλίνω] νεοελλ. γεωλ. η διατάραξη ή μετακίνηση τής αρχικής οριζόντιας θέσης γεωλογικών στρωμάτων χωρίς τη δημιουργία ρήγματος μσν. γραμμ. (κατά τον Ευστ.), το να ανήκει ένας τύπος συντακτικώς σε δύο χρόνους, π.χ. λέγων, μτχ …   Dictionary of Greek

  • συμμετακλίνομαι — Α (σε δείπνο) ξαπλώνω σε ανάκλιντρο ταυτόχρονα, κατακλίνομαι μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετακλίνω / ομαι «κλίνω, κατακλίνομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”