- μετακλίνω
- μετακλίνω (Α)1. (ενεργ. και μέσ.) (κυριολ. και μτφ.) κλίνω, μετακινώ κάποιον ή κάτι προς άλλο μέρος, προς άλλη πλευρά2. μέσ. μετακλίνομαια) κλίνω προς το άλλο μέρος, μεταστρέφομαιβ) μεταβάλλομαιγ) (για τους μυς) στρέφομαι προς όλες τις κατευθύνσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + κλίνω «γέρνω κάτι, πλαγιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.